- Κλέωνος
- Κλέωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βυρσαίετος — βυρσαίετος, ο (Α) (περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος) ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»] … Dictionary of Greek
βυρσοπαφλαγών — βυρσοπαφλαγών, ο (Α) (παρωνυμία του Κλέωνος) ο βυρσοδέψης Παφλαγών … Dictionary of Greek
καρχαρόδους — καρχαρόδους, ουν (Α) 1. αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια 2. μτφ. ως κύριο όν. ό Καρχαρόδους κωμικό επίθ. τού Κλέωνος στον Αριστοφ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + όδους (< ὀδούς), πρβλ. αραι όδους, κρατερ όδους] … Dictionary of Greek
κεκραξιδάμας — κεκραξιδάμας, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, φωνακλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραξι (< κεκραγ , αναδιπλασιασμένο θ. τού κράζω, πρβλ. παρακμ. κέκραγ α) + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω,… … Dictionary of Greek
κοσκυλμάτιον — κοσκυλμάτιον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κοσκυλμάτια αποκόμματα δέρματος β) (κωμικά) οι κολακείες τού βυρσοδέψη Κλέωνος προς τον Δήμο («ἐθώπευ , ἐκολάκευ , ἐξηπάτα κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων» χάιδευε, κολάκευε, εξαπατούσε με πολύ μικρά… … Dictionary of Greek
κυναλώπηξ — κυναλώπηξ, εκος, ἡ (Α) 1. είδος λαγωνικού σκύλου που προήλθε από διασταύρωση σκύλου και αλεπούς 2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός ή επωνύμιο πορνοβοσκού, κακοήθης, πανούργος, άτιμος 3. μτφ. σκωπτικό επίθ. τού Κλέωνος («Αἰγείδη, φράσσαι κυναλώπεκα… … Dictionary of Greek
μανιώδης — ες (AM μανιώδης, ῶδες) [μανία] 1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά») νεοελλ. αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής») νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
πρηγορεών — και πρηγορών και προηγορεών, ῶνος, β, Α 1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα 2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός τού Κλέωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ ηγορεών, με έκθλιψη τού ο ή κράση τών οη , πρβλ. προ… … Dictionary of Greek
ταραξιππόστρατος — ον, Α (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Κλέωνος, άσπονδου εχθρού τής παράταξης τών ιππέων) αυτός που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή στην παράταξη τών ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. ἐτάραξα) + ἵππος + στρατός] … Dictionary of Greek
τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… … Dictionary of Greek